- υπνωτιστής
- ο, θηλ. υπνωτίστρια, Νάτομο που μπορεί να υπνωτίζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπνωτίζω. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. ὑπνωτισταί, μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Χ. Φλωρά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπνωτιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που υπνωτίζει (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγνητιστής — ο 1. αυτός που μαγνητίζει, που μεταδίδει τις ιδιότητες τού μαγνήτη σε άλλο σώμα 2. υπνωτιστής 3. αυτός που θέλγει, που γοητεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. magnetiseur. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στο περιοδικό Ερμής ολόγιος] … Dictionary of Greek
υπνωτισμός — Το φαινόμενο της πρόκλησης τεχνητού ύπνου. Ο όρος δημιουργήθηκε το 1843 από τον I. Μπρεντ και σημαίνει την ανώμαλη κατάσταση και τα φαινόμενα που παρατηρούνται στον τεχνητό ύπνο. Ο υ. ήταν γνωστός από παλιά στους λαούς της Ανατολής και τον… … Dictionary of Greek
υπνωτισμός — ο 1. μέθοδος που προκαλεί τεχνητό ύπνο, ώστε το υπνωτισμένο άτομο να εκτελεί ό,τι του υποδείξει ο υπνωτιστής. 2. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο υπνωτισμένος, η ύπνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)